Καλώς ήρθατε

Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;
Ο νόμος 4009/2011 γέννησε ελπίδες όχι μόνο στην πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Δεκαετίες διαφθοράς και συναλλαγής μεταξύ καθηγητικών φέουδων και συνδικαλιστών φοιτητοπατέρων φαίνονταν να μας αφήνουν ανεπιστρεπτί. Παρά τα προβλήματά του, έθετε τις βάσεις για λογοδοσία και διαφάνεια, χάραξη στρατηγικής για την ανώτατη παιδεία μέσω μιας ισχυρής ΑΔΙΠ, αλλά και μέσω ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Συμβουλίου, με εξωτερικά μέλη να βοηθούν στη χάραξη της στρατηγικής. Με άνοιγμα πρός την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, με στόχευση στην αριστεία, την καινοτομία και τη μεταφορά γνώσης στην κοινωνία και την οικονομία. Μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που σιγά-σιγά περιμέναμε να γίνουν μόνιμα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Σε περιβάλλον βαθύτατης κρίσης, ο πόθος όλων μας ήταν να γίνει επιτέλους το δημόσιο πανεπιστήμιο πόλος ανόρθωσης για τη χώρα. Σήμερα η κρίση βαθαίνει και οι ελπίδες μας για το Πανεπιστήμιο βαίνουν προς διάψευση. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο οπισθοχωρεί προς παλαιότερες εποχές που θα έπρεπε να ξεχάσουμε.
Τελικά τι Πανεπιστήμιο θέλουμε; Η πύλη αυτή φιλοδοξεί να γίνει τόπος φιλοξενίας και διαλόγου όλων εκείνων που ακόμη οραματίζονται, ακόμη ελπίζουν σε ένα διαφανές, λογοδοτούν, αριστεύον αλλά και αναστοχαζόμενο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Η διοίκηση των πανεπιστημίων: Εσφαλμένη η θεμελιώδης παραδοχή (του Κώστα Σοφούλη)

Δεν είναι μόνο το Σύνταγμα, αλλά κυρίως ο νόμος Πλαίσιο 1268/82 που θεμελίωσε την τραγικά εσφαλμένη βασική παραδοχή πάνω στην οποία στήθηκε το διοικητικό σύστημα των πανεπιστημίων μας. Η νομολογία που ακολούθησε εμπέδωσε, τσιμέντωσε θα έλεγα, το σφάλμα αυτό. Έτσι έχουμε οδηγηθεί σε ένα θεσμικό αδιέξοδο που αν δεν ξεπεραστεί δεν πρόκειται ποτέ και με κανένα τρόπο να λυθεί το ζήτημα της θέσμισης ενός αποτελεσματικού συστήματος διοίκησης. Όλες οι προσπάθειες, όσο φιλότιμες και αν είναι, θα σκοντάφτουν πάντα στο εμπειρικό σφάλμα της θεμελιώδους παραδοχής. Είναι σαν χτίζουμε στην άμμο νομίζοντας ότι χτίζουμε σε βράχο. Αξίζει να δούμε ευθέως την πραγματικότητα.
Το σύνταγμα θέσπισε δύο περιορισμούς που ο συνδυασμός τους οδηγεί σε πρακτικό αδιέξοδο. Ορίζει αφενός ότι τα πανεπιστήμια οργανώνονται με την μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αφετέρου επιβάλλει την αυτοδιοίκησή τους. Οι συνταγματικές αυτές προβλέψεις αντιφάσκουν και αλληλογρονθοκοπούνται όταν αποσπαστούν από το αφηρημένο (θεωρητικό) νομικό πλαίσιό τους και εκτιμηθούν μέσα στο πραγματικό συνολικό θεσμικό περιβάλλον όπου καλούνται να λειτουργήσουν. Ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το πανεπιστήμιο εντάσσεται στην συνολική δομή της δημόσιας διοίκησης ενώ η αυτοδιοίκησή του παραπέμπει στην προϋπόθεση ότι αποτελούν ενιαία κοινότητα συμφερόντων. Δεν μπορεί, όμως, ταυτοχρόνως το πανεπιστήμιο να είναι δημόσια υπηρεσία και αυτοδιοικούμενη κοινότητα. Το συνολικό θεσμικό περιβάλλον δεν ευνοεί τον συνδυασμό αυτό. Αντίθετα, μάλιστα, τον κάνει άκρως αντιφατικό. Ιδού γιατί.

Η πράξη έχει διαμορφώσει μία ομάδα τεσσάρων ειδών αυτοδιοικούμενων οργανισμών που αποτελείται από δύο που έχουν τη μορφή οργανισμών δημοσίου δικαίου και δύο που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Στην πρώτη υποομάδα έχουμε τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και τα δημόσια πανεπιστήμια και από την άλλη τους συνεταιρισμούς και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στην παρούσα συζήτηση αφήνουμε κατά μέρους τις δημόσιες επιχειρήσεις (ΔΕΚΟ) για λόγους οικονομίας χώρου, αν και από την ανάπτυξη των επιχειρημάτων μας ο προσεκτικός αναγνώστης θα μπορέσει να συναγάγει και για αυτές εξ ίσου ενδιαφέροντα συμπεράσματα κατ’ αναλογία.

Κοινά χαρακτηριστικά της πρώτης ομάδας είναι αφενός η δημόσια χρηματοδότηση και ρύθμιση και αφετέρου η αυτοδιοίκηση μέσα στα πλαίσια των καταστατικών (ρυθμιστικών) νόμων που τους διέπουν. Η μακρόχρονη εμπειρία έχει αποδείξει ότι και τα δύο μέλη της ομάδας αυτής κακοδιοικούνται συστηματικά. Είναι γνωστή η κατακραυγή εναντίον της κακοδιοίκησης των περισσοτέρων ΟΤΑ και εξίσου έκτυπη είναι η χρόνια τριβή των πανεπιστημίων πάνω στο σύστημα της διοίκησής τους. Και οι δύο θεσμοί κατηγορούνται για τα ίδια «εγκλήματα», κομματοκρατία, διαφθορά και χαμηλό επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών. Μήπως υπάρχει κοινή αιτία που εξηγεί αυτή την κοινή παθογένεια; Ισχυρίζομαι ότι υπάρχει και ότι αυτή είναι η παραβίαση και στις δύο περιπτώσεις της θεμελιώδους αρχής του αποτελεσματικού μάνατζμεντ που λέει ότι, για να διοικείται αποτελεσματικά ένας οργανισμός, θα πρέπει το κέντρο κόστους κατά το δυνατόν να συμπίπτει με το κέντρου οφέλους, ή αλλιώς διατυπωμένη, αυτοί που πληρώνουν να είναι και εκείνοι που ωφελούνται από την δραστηριότητα του οργανισμού. Για διαφορετικούς λόγους, και στις δύο περιπτώσεις η αρχή αυτή παραβιάζεται και η απόσταση του κέντρου κόστους από το αντίστοιχο κέντρο οφέλους είναι υπερβολικά μεγάλη. Στους ΟΤΑ ωφελούμενοι είναι τα μέλη της τοπικής κοινωνίας, το κόστος όμως πληρώνει η απόμακρη γιαυτούς κεντρική διοίκηση. Στο δημόσιο πανεπιστήμιο επίσης, ωφελούμενοι είναι οι φοιτητές του αλλά το κόστος πληρώνει πάλι η απόμακρη κεντρική κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι οι διοικήσεις των οργανισμών αυτών μπορεί να επιρρίπτουν κάθε φορά τις δικές τους ατέλειες, στην ατελή υποστήριξη αυτών που πληρώνουν και έτσι να ξεφεύγουν από τον ουσιαστικό έλεγχο οθενδήποτε και αν προέρχεται. Το ακούμε αυτό καθημερινά λ.χ. από τους Δημάρχους που συνεχώς για κάθε αστοχία τους επικαλούνται την ελλειπή χρηματοδότηση των ΟΤΑ από την κεντρική κυβέρνηση. Το ίδιο περίπου ισχυρίζονται και όλες οι αποτυχημένες πρυτανικές και άλλες πανεπιστημιακές διοικητικές αρχές.

Στην περίπτωση των ΟΤΑ το πρόβλημα ανακύπτει από το λάθος να χρηματοδοτείται η λειτουργία τους απ’ ευθείας από την κεντρική κυβέρνηση (εκτός των ανταποδοτικών λειτουργιών τους, που και αυτές ακόμη επιδοτούνται στην ουσία ως προς τις επενδύσεις τους από κεντρικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους). Έτσι ο δημότης ως λήπτης των υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αισθάνεται υπεύθυνος για το κόστος τους αφού δεν πληρώνει απ’ ευθείας εκεί φόρους. Την ίδια στιγμή ο δήμαρχος μπορεί να δικαιολογείται για τον κακό σχεδιασμό και την κακή του διοίκηση ρίχνοντας την ευθύνη στην αόρατη κεντρική κυβέρνηση που την κατηγορεί ότι δεν του δίνει όσα χρήματα χρειάζεται χωρίς να αναγνωρίζει περιορισμούς. Ο δημότης στρέφεται εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης και χάνει έτσι τον έλεγχό του πάνω στα τοπικώς δρώμενα. Η επιβολή τοπικής φορολογίας, με συμπλήρωμα εξισωτικό μόνο από τον κεντρικό προϋπολογισμό, θα έφερνε πολύ κοντά το κέντρο κόστους με το κέντρο ωφελείας και θα έκανε τους δημότες περισσότερο υπεύθυνους στον έλεγχο των τοπικών αρχόντων τους. Θα ήταν έτσι μια καλή αρχή για την βελτίωση της διοικητικής αποτελεσματικότητας των ΟΤΑ.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα δημόσια πανεπιστήμιά μας υπό συνθήκες δωρεάν εκπαίδευσης. Καμία ομάδα από τις ωφελούμενες από την λειτουργία του πανεπιστημίου δεν αισθάνεται τη παραμικρή πίεση για το κόστος που φέρει προκειμένου να εξασφαλίσει αυτό το όφελος. Οι φοιτητές δεν πληρώνουν, αλλά και «κατακτούν» πτυχία με «αγώνες», οι διδάσκοντες πληρώνονται από την κεντρική κυβέρνηση και το διοικητικό προσωπικό είναι κι αυτό τυπικά δημοσιοϋπαλληλικό. Οι διοικήσεις των πανεπιστημίων υπό τις συνθήκες αυτές, μπορούν άνετα να πηγαίνουν από σφάλμα σε σφάλμα και από παράλειψη σε παράλειψη, και στο τέλος να αποδίδουν την κακή λειτουργία του πανεπιστημίου στην ανεπαρκή χρηματοδότηση από την «πολιτεία».

Στην περίπτωση των πανεπιστημίων όμως, ο ν. Πλαίσιο και οι διάδοχοί του, πρόσθεσαν και ένα επιπλέον σφάλμα αρχικής παραδοχής: Στήριξαν την οργάνωση και διοίκησή τους στην παραδοχή ότι υπάρχει μια υποτιθέμενη «ακαδημαϊκή κοινότητα», ενιαία στο σύνολό της έστω και αν είναι συγκροτημένη σε επί μέρους ομάδες (διδάσκοντες, φοιτητές, διοικητικοί). Την ενότητα τους και την κοινοτική τους υπόσταση υποτίθεται την αποκτούν λόγω του «κοινού συμφέροντός» τους. Πάνω σε αυτήν την εσφαλμένη παραδοχή στήριξε ο νομοθέτης την αναγκαιότητα της αυτοδιοίκησης. Είναι, όμως, κοινότητα το πανεπιστήμιο υπό τις πραγματικές συνθήκες που υπάρχει και λειτουργεί; Ή μήπως είναι μια βολική κατασκευή για να κρύψει άλλες συσχετίσεις συμφερόντων; Από ποια εμπειρικά στοιχεία προκύπτει ότι οι διάφορες «ομάδες» της υποτιθέμενης ακαδημαϊκής κοινότητας έχουν συναντίληψη κοινού συμφέροντος και ποιο είναι αυτό; Ποια σχέση έχει το υποτιθέμενο κοινό συμφέρον με την λειτουργική αποστολή του πανεπιστημίου; Εδώ εμφανίζεται μια άλλη όψη της εσφαλμένης παραδοχής, που μας θυμίζει έντονα μια ανάλογη παθογένεια των ελληνικών συνεταιρισμών. Μια επί τούτου σύγκριση των δύο θεσμών μπορεί να μας φωτίσει. Και στις δύο περιπτώσεις, ο κρατισμός της ελληνικής κοινωνίας εμποδίζει την ανάπτυξη των οργανισμών αυτών σε συνεκτικές και κοινότητες, υπεύθυνες για την μοίρα τους ακόμη και αν τα μέλη τους επιθυμούσαν κάτι τέτοιο. Με την διαφορά, ότι στη μεν περίπτωση των πανεπιστημίων το πρόβλημα είναι εγγενές, ενώ στην περίπτωση των συνεταιρισμών είναι επιβαλλόμενο από την πολιτική του ελληνικού κράτους. Ας δούμε πώς. Ο εναγκαλισμός του κράτους, δημιουργεί αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στα κέντρα κόστους και στα κέντρα ωφελείας.

Διερωτήθηκε ποτέ κανείς τί σχέση μπορεί να έχουν οι ελληνικοί συνεταιρισμοί με τα ελληνικά πανεπιστήμια; Φαίνεται παράδοξο να έχουν. Κι όμως έχουν. Είναι δύο θεσμοί που στηρίχθηκαν στην ίδια εσφαλμένη ιδεοληψία και γιαυτό απέτυχαν. Το διοικητικό σύστημα και των δύο στηρίζεται στην υπόθεση ότι αφορά την (αυτό)διοίκηση κοινοτήτων. Στη πραγματικότητα τέτοιες κοινότητες έχουν πάψει να υπάρχουν προ πολλού και έχουν παραμείνει στην μνήμη μας ως προσχηματικές οντότητες που απλώς δικαιολογούν την κακοδιαχείριση. Στην μεν περίπτωση των συνεταιρισμών παρεμποδίστηκε συστηματικά η έκφρασή τους ως κοινότητες συμφερόντων, στη δε περίπτωση των πανεπιστημίων ουδέποτε υπήρξε τέτοια κοινότητα μετά την εποχή των πανεπιστημίων/σεμιναρίων του Μεσαίωνα και των αρχών της Αναγέννησης. Τελικά, τόσο οι συνεταιρισμοί όσο και τα πανεπιστήμιά μας τελούν υπό την κυριαρχία διοικητικών συστημάτων που έρχονται σε πλήρη αντίφαση προς τη φυσιογνωμία τους. Με άλλα λόγια απλώς δεν διοικούνται (αποτελεσματικά) και ούτε μπορεί να διοικηθούν με τον σύστημα που ισχύει. Ασφαλώς, μπορεί να κακοδιοικούνται αν κριθούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του εξυπονοουμένου κοινού συμφέροντος, αλλά το υφιστάμενο διοικητικό τους σύστημα εξυπηρετεί άριστα τα ηγεμονεύοντα συντεχνιακά συμφέροντα που έχουν καλυφθεί υπό το κέλυφός τους. Γιαυτό μακροημερεύουν. Ας δούμε αναλυτικότερα αυτή τη σκοτεινή εικόνα.

Θυμίζουμε ότι μία από τις βασικές αρχές της ορθολογικής και αποτελεσματικής οργάνωσης είναι η συγκρότηση των μηχανισμών αποφάσεων σε έναν οργανισμό με τέτοιο τρόπο ώστε το κόστος εκείνων που παίρνουν τις αποφάσεις να συμπίπτει, ή τουλάχιστο να προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο με εκείνους που δρέπουν το όφελος που προκύπτει από αυτές. Αυτό σημαίνει ότι εκείνοι που πληρώνουν το κόστος πρέπει να είναι οι ίδιοι που δρέπουν την ωφέλεια. Η κλασσική μορφή της αποτελεσματικής οργάνωσης είναι αυτή της γνήσιας καπιταλιστικής επιχείρησης: Ο ιδιοκτήτης, ή οι μέτοχοι στη περίπτωση των πολυμετοχικών επιχειρήσεων, φέρει το κόστος λειτουργίας της εφόσον έχει αναλάβει τον επιχειρηματικό κίνδυνο και γιαυτό ανταμείβεται από τα κέρδη που αποκομίζει. Αν κάποιες αποφάσεις του είναι αντικειμενικά εσφαλμένες, ό ίδιος θα πληρώσει τη ζημιά από την «τσέπη» του. Οι αμοιβές λ.χ. που πληρώνει στους εργαζόμενους σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς εργασίας αποτελούν κόστος για τον επιχειρηματία ή μέτοχο, αλλά για τον εργαζόμενο αποτελούν απλώς είσπραξη της ανταμοιβής που δικαιούται ασχέτως κερδών (συνήθως) και χωρίς να επηρεάζονται (κατά κανόνα) από τα επιχειρηματικά σφάλματα ή τις επιχειρηματικές αστοχίες του εργοδότη τους. Μέσα σε αυτό το σχήμα, ο εργοδότης που έχει την τελική ευθύνη των αποφάσεων, έχει κάθε συμφέρον να εξυπηρετεί το συμφέρον της εταιρείας του γιατί αλλιώς δεν θα αποκομίζει το όφελος που προσδοκά. Η επιχείρηση, στην κυριολεξία του όρου δεν είναι «κοινότητα» και ως εκ τούτου τα μέλη (της επιχείρησης) δεν συνδέονται από άμεσο κοινό συμφέρον ώστε να δικαιολογεί την ουσιαστική συμμετοχή στις αποφάσεις. Άλλα τα συμφέροντα των εργαζομένων και άλλα των ιδιοκτητών ή μετόχων. Έτσι, μεταξύ άλλων εξηγείται και το συχνό φαινόμενο να κλείνουν επιχειρήσεις εξ αιτίας αδιάλλακτων κινητοποιήσεων των εργαζομένων τους. Ως εκ τούτου τα μέλη της επιχείρησης δεν έχουν και αντίστοιχες κοινές ευθύνες. Το αν ο επιχειρηματίας, για παράδειγμα, κάνει σωστές διαπραγματεύσεις με τους πελάτες του ή όχι δεν ενδιαφέρουν τους εργαζόμενους στην επιχείρηση, οι οποίοι ούτως ή άλλως θα διεκδικήσουν την συμφωνημένη αμοιβή τους. Για την πληρότητα της εικόνας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις μικτής συμμετοχής (π.χ. η αμοιβή με το κομμάτι, πέρα από τον μισθό, η πληρωμή μπόνους έναντι κερδών κ.ο.κ.) που από μόνες τους βέβαια δεν αλλοιώνουν τη φύση της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά τείνουν να φορτώσουν στους εργαζόμενους μέρος από τον επιχειρηματικό κίνδυνο και γιαυτό κατά κανόνα δεν ευδοκιμούν παρά ως εξαιρέσεις ή συμπληρώματα του κοινού επιχειρηματικού συστήματος.

Στην περίπτωση του συνεταιρισμού, αντίθετα, έχουμε εξ ορισμού κοινότητα συμφερόντων που αντανακλάται απ’ ευθείας στο ίδιο το καταστατικό τους. Οι συνεταίροι, που προσχωρούν με την δική τους αποκλειστική θέληση, είναι ταυτόχρονα μέτοχοι (μέσω της συνεταιρικής μερίδας τους) και απολήπτες του τελικού αποτελέσματος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αφού θα εισπράξουν το όφελος μέσω εκκαθάρισης κερδών/ζημιών (εισροών/ εκροών) σύμφωνα με τις αποφάσεις που παίρνει η αιρετή από τους ίδιους διοίκηση του συνεταιρισμού. Το κέντρο κόστους των αποφάσεων, έτσι, συμπίπτει σχεδόν απόλυτα με το κέντρο ωφελείας. Μπορεί, όμως, να λειτουργήσει η οποιαδήποτε επιχείρηση με την μορφή συνεταιρισμού; Είναι το ερώτημα που μας οδηγεί στην ιδεολογία των αυτοδιαχειριζόμενων οικονομιών. Φαίνεται ότι η γενίκευση αυτή δεν είναι ρεαλιστική. Η απόδειξη βρίσκεται στην καθολική αποτυχία αντίστοιχων πειραμάτων (π.χ. Γιουγκοσλαβικό σοσιαλιστικό μοντέλο). Γιατί; Εδώ φτάνουμε στον πυρήνα του ζητήματος.

Κάθε παραγωγική δραστηριότητα θα μπορούσε θεωρητικά να οργανωθεί συνεταιριστικά, αλλά όλες οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις δεν μπορεί να είναι εξ ορισμού αποτελεσματικές (καλοδιοικούμενες), παρά μόνο αν τα οι συν-εταίροι είναι συνειδητοί ως προς τον ρόλο που επιλέγουν. Υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση. Ο συνεταιρισμός στηρίζεται στην ύπαρξη κοινότητας, δηλαδή μιας κοινωνικής δομής ή ομάδας που συμφωνεί ουσιαστικά και δεσμευτικά ότι τα μέλη τους συνδέονται με συγκεκριμένο κοινό συμφέρον αλλά ταυτόχρονα επιμερίζονται αντίστοιχες ευθύνες. Πρόκειται για μια φαντασιακή κατασκευή όπως είναι όλες οι μορφές κοινότητας, από το χωριό μέχρι το έθνος και από την «συντροφία» μέχρι τον μεγάλο συνεταιρισμό. Τα συνεταιριστικό κίνημα είναι κίνημα κοινωνικού εθελοντισμού και γιαυτό δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην εδραία αίσθηση κοινού συμφέροντος και όχι απλώς σε κάποια δεδομένη εξωτερική νομική δομή. Αν δεν υπάρχει η αίσθηση κοινού συμφέροντος, ο συνεταιρισμός θα αποτύχει με μαθηματική ακρίβεια. Τι σημαίνει αίσθηση κοινού συμφέροντος πρακτικά; Σημαίνει ότι τα μέλη του συνεταιρισμού έχουν αποφασίσει να επωμισθούν ταυτόχρονα και το κόστος της λειτουργίας του τα εξ αυτού ωφελήματα αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη των σχετικών αποφάσεων.

Ερχόμαστε, τώρα, στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια. Ο αρχικός νόμος Πλαίσιο του ’82 ουσιαστικά οργάνωσε τα πανεπιστήμια πάνω στη βάση ότι αποτελούν λειτουργικές μονάδες μιας υποτιθέμενης ακαδημαϊκής κοινότητας. Το δράμα, βέβαια, είναι ότι οι μαθητευόμενοι μάγοι της εποχής (οι συνδικαλιστές του κινήματος των βοηθών) φρόντισαν να βάλουν διαλυτική θρυαλλίδα εξ αρχής ακόμη και στην έννοια της ακαδημαϊκής κοινότητας, αφού έστησαν ένα σύστημα αποφάσεων που στηρίζεται στα επιμέρους συμφέροντα των λεγομένων «ομάδων» που απαρτίζουν το πανεπιστήμιο (καθηγητές, φοιτητές, υπάλληλοι). Ποιο είναι όμως το κοινό συμφέρον που τους ενώνει; Ρεαλιστικά και πέρα από κάθε ιδεαλιστική κατασκευή, το μόνο συμφέρον που τους ενώνει είναι να υπάρχει το πανεπιστήμιο για να εξυπηρετεί τα ειδικά συμφέροντα του καθενός ξεχωριστά. Έτσι καταλήγει σε μια μονοδιάστατη αντίληψη της έννοιας του πανεπιστημίου ως απλού μηχανισμού συντήρησης και αναπαραγωγής των συμφερόντων: Οι φοιτητές θέλουν να μένουν φοιτητές, οι διδάσκοντες να παίρνουν τον μισθό τους και οι διοικητικού να διατηρούν τις έμμισθες θέσεις τους. Αν αυτό το ελαχιστοποιημένο κοινό συμφέρον εξασφαλίζεται με την στήριξη του κράτους, τότε όλα είναι καλά. Έτσι, βέβαια, οδηγούμαστε σε μια γραφειοκρατικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που ελάχιστη σχέση έχει με το ιδανικό της Ιδέας του Πανεπιστημίου.

Αλλά αυτό είναι το μικρότερο κακό. Το μεγάλο κακό είναι ότι η ιδεοληψία της αυτοδιοικούμενης κοινότητας στηρίχθηκε σε μια πρακτική ακριβώς αντίθετη από την θεμελιώδη οργανωσιακή αρχή που αναφέραμε στο ξεκίνημα της επιχειρηματολογίας μας: Διαχώρισε πλήρως το κέντρο κόστους από το/τα κέντρα ωφελείας. Άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, θα έλεγε ο θυμόσοφος λαός! Η Ελληνική Πολιτεία πληρώνει όλα τα άμεσα αλλά και έμμεσα κόστη (μισθοί, επενδύσεις, λειτουργικές δαπάνες κ.ο.κ., αλλά και «φήμη» και πολιτική ευθύνη ενάσκησης εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής). Σε όλ’ αυτά αν πάει κάτι στραβά τα χρεώνουμε στο «κράτος» η την κυβέρνηση). Τα ωφελήματα (οικονομικά και συμβολικά), όμως, τα καρπούνται οι απασχολούμενοι στο πανεπιστήμιο και οι φοιτητές. Οι τελευταίοι καρπώνονται την δωρεάν εκπαίδευσή τους, χωρίς να έχουν καν την ευθύνη για την εύρυθμη ποιοτική σπουδή τους. Έτσι εκκολάπτονται οι μηδενιστικές μειοψηφίες που καθιστούν κάθε λίγο τα πανεπιστήμια ακυβέρνητα. Αυτή η διάσταση μεταξύ κέντρου κόστους και κέντρων ωφελείας εξηγεί, μεταξύ άλλων, και το γιατί κανείς στο πανεπιστήμιο δεν θέλει αξιολόγηση. Αν δεχτεί ν’ αξιολογείται, χάνει ένα μεγάλο μέρος της ανευθυνότητάς του έναντι του κόστους λειτουργίας που επωμίζεται η κοινωνία για να τον αμείψει ή για να τον σπουδάσει. Αφού κάποιος έχει εξασφαλίσει την απολαβή ωφελειών χωρίς καμία δική του ευθύνη και κόστος, γιατί να κάνει ένα βήμα για να συμμετάσχει στο κόστος αποδεχόμενος να αξιολογηθεί;

Πώς έγιναν (κατάντησαν) έτσι τα πράγματα; Ποιό κοινό μικρόβιο φυτεύτηκε στα πανεπιστήμια και στους συνεταιρισμούς για να τους οδηγήσει από κοινού στην αποτυχία; Η απάντηση πάλι είναι απλή: Το Κράτος (τα κόμματα στην πραγματικότητα εξ αιτίας της ιδιόμορφης πελατειακής δικτύωσης που συνδέει το σύγχρονο ελληνικό κράτος με της διάφορες πολιτικές και άλλες φατρίες), το Κράτος, λοιπόν, ανέλαβε το κόστος και την κηδεμονία καθιστώντας έτσι και τις δύο κοινότητες κενές ουσιαστικού περιεχομένου. Τους ακύρωσε τον μηχανισμό που οδηγεί στην διαμόρφωση κοινού συμφέροντος.

Στην περίπτωση των συνεταιρισμών η τεκμηρίωση της διάγνωσης αυτής είναι πολύ εύκολη και είναι επίσης πολύ πιο αποκαλυπτική. Όπως είπαμε παραπάνω, οι συνεταιρισμοί είναι (όφειλαν να είναι) εξ ορισμοί εθελοντικές κοινότητες. Δηλαδή, κοινότητες όπου προσχωρούν εθελοντικά πολίτες για να αναλάβουν ευθύνες αλληλεγγύης σε ότι αφορά την επιδίωξη συγκεκριμένοι κοινού τους συμφέροντος. Τα πανεπιστήμια, όμως, δεν είναι κατ’ ανάγκη κοινότητες. Θα μπορούσαν να παροτρυνθούν προς μια κοινοτική κατεύθυνση (π.χ. όπως ήταν τα μεσαιωνικά σεμινάρια από όπου ξεπήδησε ο θεσμός του πανεπιστημίου), αλλά και τότε δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η εξέλιξή τους προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν αναγκαστική ή αναπόφευκτη. Το πολύ, θα μπορούσε να είναι πειραματική. Αυτό, όμως, δεν έγινε. Αντίστροφα, πρώτα «εφευρέθηκε» ένα σύστημα οργάνωσης και διοίκησης που θα ταίριαζε σε κοινότητα, και μετά εφαρμόστηκε σε δομές που προφανώς δεν ήταν ενιαίες κοινότητες. Πλήρης ανατροπή της αιτιακής αλυσίδας.

Ας επανέλθουμε πρώτα στους συνεταιρισμούς. Η τελευταία απογραφή έδειξε ότι στο Μητρώο του υπουργείου Ανάπτυξης ,μέχρι τις 31/10/2014, είχαν εγγραφεί 3.861 αγροτικοί συνεταιρισμοί. Από αυτούς οι 3.362 δεν πληρούν τα κριτήρια και θα πρέπει είτε να ανασυγκροτηθούν από τη βάση τους ή να κλείσουν. Μόνο 499 είναι ενεργοί πανελλαδικά και διαθέτουν κάτι πάνω από 123.000 μέλη, δηλαδή μικρό μόνο ποσοστό του συνολικού αγροτικού πληθυσμού. Πώς ζούσαν αυτοί οι συνεταιρισμοί ζόμπι., και πως εξακολουθούν να ζουν πολλοί απ’ αυτούς ακόμη και σήμερα; Και, ακόμη σημαντικότερο, ΓΙΑΤΙ ζούσαν αφού στην ουσία δεν είχαν αντικείμενο; Η απάντηση είναι και πάλι απλή. Ζούσαν κυρίως από ενέσεις «εργασίας» που τους ανέθετε το κράτος μέσω της ΠΑΣΕΓΕΣ (κοινοτικά προγράμματα, εκτελεστικές εργασίες στα πλαίσια αρμοδιότητας διαφόρων υπουργείων), και με θαλασσοδάνεια από την παλιά Αγροτική Τράπεζα. Το γιατί κρατιόνταν στη ζωή, είναι πάλι εύκολο να απαντηθεί: Για να εξασφαλίζεται εισόδημα και πολιτική επιρροή σε αγροτοπατέρας, και απασχόληση στο σκελετικό προσωπικό που απασχολούσαν (γραμματέας, λογιστής κλπ. ). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο κατασπατάλησης δημόσιων πόρων, πως και γιατί να έχουν ευθύνες οι διοικήσεις τους (πέραν των σχέσεων τοπικού «παράγοντα» που κάθε φορά έφερνε από κάποιο υπουργείο τον μαγικό αριθμό των ευρώ που χρειάζονταν για να συνεχίσουν να ζουν). Θα μπορούσαν τέτοιοι συνεταιρισμοί να ζουν ως κοινότητες; Προφανώς όχι. Και το χειρότερο είναι αυτοί και όχι οι λίγοι επιτυχημένοι συνεταιρισμοί, που αποτελούσαν στα μάτια όλων το πρότυπο. Πρόσφατα γραφική βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας σε συνεταιρισμό που προφανώς είχε την δυνατότητα να επιβιώσει μέσα από καλλίτερα επιχειρηματική οργάνωση, είπε το αμίμητο: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα εναγκαλιστεί …ασφυκτικά τον συνεταιρισμό όταν έλθει στην κυβέρνηση». Τη εννοούσε; Τα είπε όλα! Έτσι θάφτηκε η ιδεολογία του συνεταιριστικού κινήματος και έτσι οι συνεταιρισμοί από θεσμοί κοινωνικής (αποτελεσματικής) αλληλεγγύης έγινα όργανα του πελατειακού συστήματος και της οικονομικής κατάρρευσης.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα πανεπιστήμιά μας. Εδώ, από την αρχή, δεν έχουμε καν κοινότητες για να τις χαλάσουμε όπως στην περίπτωση των συνεταιρισμών. Έχουμε κλασσική μορφή υπηρεσιών παροχής εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών, που βαφτίστηκαν κοινότητες (το «πανεπιστήμιο των ομάδων») απλώς και μόνο για να βολευτούν οι πανεπιστημιοπατέρες (το αντίστοιχο των αγροτοπατέρων). Η χρηματοδότηση προέρχεται από το δημόσιο ταμείο σχεδόν αποκλειστικά. Η ελκυστικότητα για τους φοιτητές στηρίζεται σε ένα άθλιο στατιστικό σύστημα επιλογής και κατανομής τους (οι πανελλαδικές εξετάσεις) και από την ονομαστικοποίηση της αξίας του πτυχία (το «χαρτί»). Κανείς δεν έχει ορίσει εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά πρότυπα και κανείς δεν δέχεται να αξιολογείται έστω και για την τιμή των όπλων. Αν κάτι πάει στραβά, όλο το σύστημα στρέφεται προς το κράτος για να το διορθώσει. Καμία ακαδημαϊκή αδυναμία δεν αναγνωρίζεται ως συνέπεια σφαλμάτων η ανεπάρκειας του προσωπικού και των διοικητικών οργάνων του. Μηδενιστικές και συντεχνιακές μειοψηφίες ανοίγουν και κλείνουν τις πόρτες του κατά το δοκούν και κατά συμφέροντά τους, διακόπτουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Και όλ’ αυτά δεν έχουν την παραμικρή επίπτωση στην πιστοποίηση των σπουδών. Ένα πτυχίο με χίλιες μέρες κατάληψη έχει την ίδια ονομαστική αξία με το πτυχίο της ονειρικής χρονιάς των μηδέν καταλήψεων.

Και γιατί να είναι διαφορετικά τα πράγματα; Αφού οι ωφελούμενοι (μισθοδοτούμενοι, πωλητές συγγραμμάτων, πτυχιοδοτούμενοι κ.ο.κ.) δεν έχουν καμία απολύτως ευθύνης για την ποιότητα και επάρκεια των υπηρεσιών τους, ποιος ο λόγος να εκλέξουν διοικήσεις (στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητου) που θα μπορούσαν και να τους στριμώξουν για καλλίτερες αποδόσεις; Έχουμε κι εδώ την κλασσική διάσταση μεταξύ κέντρου κόστους και κέντρου ωφελείας που δίνει απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα.

Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν; Η απάντηση είναι και πάλι απλή: Αφήστε τους συνεταιρισμούς να λειτουργήσουν ως συνεταιρισμοί και οργανώστε τα πανεπιστήμια με σωστά συστήματα διοίκησης διαλέγοντας από τις δεκάδες μοντέλα που μας προσφέρει η εμπειρία των διεθνώς καταξιωμένων πανεπιστημίων. Αν αυτό σκοντάφτει στο Σύνταγμα, ε, ας αλλάξουμε το Σύνταγμα για χάρη του μέλλοντος της κοινωνίας μου. Ας μη σπεύσει κανείς να με κατηγορήσει ότι συνηγορώ υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Την άποψή μου στο ζήτημα αυτό την έχω εκφράσει προ πολλού και σε ανύποπτο χρόνο και είναι πολύ απλή: Εάν το Κράτος βάλει τις σωστές (διεθνώς παραδεκτές) προδιαγραφές, η αγορά της Ελλάδας δεν μπορεί να στηρίξει ούτε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, κερδοσκοπικό ή μη. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι πρέπει να εξασφαλιστεί η οργάνωση σύμφωνα με τα παραδεγμένα πρότυπα της αποτελεσματικής οργάνωσης και διακυβέρνησης και ας αφήσουμε το παραμύθι της αυτοδιαχειριζόμενης φανταστικής (και φαντασιακής ούτως ή άλλως) ακαδημαϊκής κοινότητας. Μέσα σε ένα σωστά οργανωμένο πανεπιστήμιο, έχουμε ελπίδες να δούμε να συγκροτείται ακαδημαϊκή κοινότητα. Η οποία, όμως, δεν θα ταυτίζεται με το συνολικό πανεπιστήμιο ως παραγωγική μονάδα. Θα είναι μια κοινότητα που θα έχει συμφέρον σε ποιοτική διοίκηση. Αντίθετα, στα πλαίσια της σημερινής οργάνωσης μόνο παμφάγες συντεχνιακές κάμπιες σαν και αυτές που είχαν στο μυαλό τους οι «ρόκοι παπαρόκοι» που εφεύραν αυτό το άθλιο σύστημα που ζούμε σήμερα μπορεί να ηγεμονεύσουν.

Σε μια κάψουλα, η λύση για τα πανεπιστήμιά μας είναι να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να συμπίπτουν περίπου το κέντρο κόστους με το κέντρο ωφέλειας. Αφού, δηλαδή, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως συνεταιρισμός αφού τα λεφτά δεν τα βάζουν για διακινδύνευση οι "ομάδες" αλλά το κράτος, ή κάποιο Ίδρυμα αν πρόκειται για Ιδρυματικά πανεπιστήμια, πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος Τον δρόμο προς μια τέτοια λύση τον έχουν δώσει όλα τα καλά πανεπιστήμια της Δύσης. Προσωπικά θα συνιστούσα το αγγλοσαξονικό μοντέλο, αλλά δεν είναι το μόνο. Στην περίπτωσή του την ιδέα του πανεπιστημίου ενσωματώνει κάποιο ανώτατο όργανο (με την μορφή Ιδρύματος, Συμβουλίου Κηδεμόνων/Board of Trustees) που είναι εντελώς ανεξάρτητο από το προσωπικό του πανεπιστημίου.

Στα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, που κατά κανόνα χρηματοδοτούνται από πολλαπλές πηγές (κράτος, δωρητές, Ίδρυμα κ.ο.κ.) το ανώτατο όργανο μετατρέπει το οικονομικό κόστος σε συμβολικό κόστος (φήμη, τήρηση μακραίωνης παράδοσης, αριστεία κ.ο.κ) και με γνώμονα αυτό διοικεί το ίδρυμα. Το ανώτατο όργανο παίζει ρόλο εγγυητή του «οράματος» και της «Ιδέας» του πανεπιστημίου και έτσι ορίζει την έννοια του συμφέροντός του. Οι πάσης φύσεως εργαζόμενοι στο σχήμα αυτό είναι αυτό που λέει ο τίτλος τους και αμείβονται για την εργασία τους. Όλ' αυτά, βέβαια, με την επιφύλαξη του ιδιότυπου προνομίου που πρέπει να κατοχυρώνεται υπέρ του ακαδημαϊκού προσωπικού, δηλαδή, να διατηρεί την αυτονομία και ελευθερία των ιδεών του (ακαδημαϊκή ελευθερία). Η τήρηση αυτού του όρου, εν τούτοις, είναι θέμα νομοθεσίας αφού εντάσσεται στο κράτος νομιμότητας του οποίου εγγυητής είναι το κράτος. Με άλλα λόγια η ακαδημαϊκή ελευθερία (προσοχή: όχι το αυτοδιοίκητό της) πρέπει να κατοχυρώνεται με νόμο της Πολιτείας. Τα όργανα διοίκησης, όπως και κάθε τρίτος ελέγχονται από τον νόμο για σεβασμό και προαγωγή αυτού του προνομίου. Έτσι το δημόσιο πανεπιστήμιο μπαίνει σε τροχιά ορθολογικής διοίκησης και ο κάθε κατεργάρης υποχρεώνεται να κάτσει στον πάγκο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου